μετάφημι

μετάφημι
μετάφημι (Α)
μιλώ μαζί με άλλους ή ως αντιπρόσωπος άλλων («εὐχόμενος μετέφη θεοῑσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + φημί «λέγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετέφη — μετάφημι speak among imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”